Πρόλογος:
Μη με πιστεύετε
Ήταν Ιούλιος που πήγα στα πράσινα νερά· ίσαμε τότε τα έβλεπα από μακριά κι όλο έλεγα, να πάω, να πάω στα πράσινα νερά – μα δεν πήγαινα. Ώσπου κάποτε ήρθε ένα χάραμα που ξεκίνησα.
Μη με πιστεύετε.
Μπήκα γυμνός στη θάλασσα κι άρχισα να πηγαίνω· και μέσα μου μια αγωνία με κεντούσε, πως τα πράσινα νερά θα βγούνε ένα ακόμη ψέμα, μια φενάκη κοντά στις άλλες. Και μαζί με τούτη την αγωνία με γέμιζε και μια βουβή λαχτάρα, ότι στο τέλος θα συναντιόμασταν.
Μη με πιστεύετε.
Κολύμπαγα για ώρες, πόσες δεν ξέρω. Κι όλο και περισσότερο κυριευόμουν από αυτό που ήθελα – κι όλο θάμπωνε ο γύρω μου κόσμος. Τα πράσινα νερά, τα πράσινα νερά – αυτό είχα στο νου μου μονάχα.
Μη με πιστεύετε.
Κάποτε γίναν ήσυχα τα νερά – σαν λάδι. Έβαλα τα μάτια μου πάνω στην ακμή τους – η μισή κόρη ήταν στο νερό κι η μισή έξω από αυτό. Κι έβλεπα αυτή την ανύπαρκτη γραμμή, τόσο που μπήκα μέσα της.
Μη με πιστεύετε.
Μπορεί να ήταν ύπνος, μπορεί θάνατος, μπορεί το τίποτε – δεν ξέρω. Μονάχα ένιωσα μια τρομερή γκάβλα – που θέριευε όλο και περισσότερο. Και προσπάθησα να φωνάξω, να βογγήξω, να σπαρταρίξω. Μα δεν μπορούσα.
Μη με πιστεύετε. Μη με πιστεύετε. Μη με πιστεύετε.
Γκάβλωνα, γκάβλωνα, γκάβλωνα. Κι έξαφνα κατάλαβα πως είχα τόσο πυρώσει, που θα έσβηνα. Κι είδα τον εαυτό μου να σβήνει, όπως σβήνουνε τα αστέρια μέσα στη νύχτα.
Κι άνοιξα τότε τα μάτια μου: ήμουνα στα πράσινα νερά. Κι ακόμη: δεν ήμουν μόνος.
Κολυμπούσε μπροστά μου – τα μαλλιά της άπλωναν μέσα στο νερό. Ήτανε πράσινα τα μάτια της – σαν το νερό. Κι άκουγα τα πάντα – ακόμη και το βλέμμα της πάνω μου.
Υπήρχα, λοιπόν.
Έκανα να πάω προς το μέρος της – κάποτε βγήκαμε σε μια ξέρα. Ήμασταν ο ένας απέναντι στον άλλον.
Έξαφνα κοίταξα γύρω μου τα νερά – είχαν γεμίσει σπασμένα ρόδια με μπλε σπόρια. Και στο κέντρο κάθε ροδιού χτυπούσε μια ανθρώπινη καρδιά. Ο κόσμος ήταν ανάποδος πια – το ίδιο και ο χρόνος.
Γύρισα τότε προς την κοπέλα και της είπα:
Εσύ είσαι το τέλος.
Αχ, μαζί σου να ζήσω τη διαθήκη των γκαβλωμένων ανθρώπων.
(Έχει μικρό δέλτα και ξελέει την αλήθεια).
Αχ, μαζί σου να ζήσω την παλιά ιστορία με τα μελένια λεμόνια.
Γέλασε τότε η γυμνόστηθη κόρη – γύρω της ταράχτηκαν τα πράσινα νερά.
Κι έπιασε κατόπιν τα βυζιά της και μου είπε: άσε στην άκρη τα λόγια – τούτα εδώ είναι τα μελένια λεμόνια.
Τούτα εδώ είναι τα μελένια λεμόνια.
Μη με πιστεύετε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου